- αναθεμελιωτής
- ο1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.